- συνειλώ
- -έω, Α1. συσσωρεύω, στρυμώχνω σε ένα μέρος2. (σχετικά με πράγματα) συνάπτω, συνδέω («συνειλέουσι τὰς ῥάβδους ὀπίσω», Ηρόδ.)3. μέσ. συνειλοῡμαι, -έομαι(για σκαντζόχοιρο) κουβαριάζομαι4. παθ. συσσωρεύομαι ή συμπιέζομαι5. φρ. «εἰς ἔλαττον συνειλοῡμαι» — συμπυκνώνομαι σε όσο το δυνατόν μικρότερο χώρο (Ξεν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + εἰλῶ, άλλος τ. τού εἴλω «περικλείω, πιέζω»].
Dictionary of Greek. 2013.